από Ναταλία Τσουμάνη | Απρ 24, 2024 | Συμπληρώματα διατροφής
Ποιος είναι ο ρόλος που έχουν οι ηλεκτρολύτες στον ανθρώπινο οργανισμό και σώμα;
- Ρυθμίζουν την κατανομή νερού στο σώμα
- Διατηρούν το σωστό pH του αίματος
- Βοηθούν τη δημιουργία των μυϊκών συσπάσεων που συμβάλλει στην επίτευξη της κίνησης.
- Βοηθούν στην νευρομυϊκή διέγερση.
Ποιοι είναι οι ηλεκτρολύτες;
Από τους πιο βασικούς ηλεκτρολύτες που μπορεί κάποιος να εντοπίσει στο ανθρώπινο σώμα είναι το Νάτριο, το Κάλιο, το Χλώριο, το Μαγνήσιο και το Ασβέστιο.
Ηλεκτρολύτες και βιταμίνη C απαραίτητο συμπλήρωμα κατά τη διάρκεια της προπόνησης αλλά και των αγώνων
Οι σύμπλοκοι υδατάνθρακες σταθεροποιούν τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος και αποτρέπουν την εξάντληση των επιπέδων του μυϊκού γλυκογόνου, τα οποία μειώνονται κατά την διάρκεια της εκγύμνασης.
Οι ηλεκτρολύτες συμβάλλουν στην αναπλήρωση των ανόργανων μετάλλων που χάνονται λόγω της εφίδρωσης.
H βιταμίνη C συμβάλλει στην ενεργοποίηση του μεταβολισμού και την φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού κατά την διάρκεια της έντονης εκγύμνασης. Επίσης συμβάλλει την μείωση της κόπωσης που συνοδεύει έντονα προγράμματα εκγύμνασης.
Το γλυκογόνο του μυϊκού ιστού αποτελεί μια από τις πρώτες πηγές ενέργειας κατά την διάρκεια της εκγύμνασης. Ουσιαστικά πρόκειται για πολυσακχαρίτη (μόρια σακχάρου που συνδέονται μεταξύ τους) και η διάσπασή του κατά την διάρκεια της εκγύμνασης παρέχει τα ,αναγκαία για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του οργανισμού, μόρια σακχάρου. Η εξάντληση των αποθεμάτων του μυϊκού γλυκογόνου συνοδεύεται από έναρξη διάσπασης των πρωτεϊνών του μυϊκού ιστού στα επιμέρους αμινοξέα, ώστε να διασφαλιστεί η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών που συνοδεύουν την εκγύμναση, κάτι που οδηγεί στην εμφάνιση μυαλγίας και κόπωσης.
Γιατί να πάρω ηλεκτρολύτες (με τη μορφή σκόνης που διαλύεται στο νερό) εμπλουτισμένους με βιταμίνη C;
– Περιέχουν σύμπλοκους υδατάνθρακες σε μορφή πολυσακχαριτών μακράς και μέσης αλύσου, διασφαλίζοντας την παροχή ενέργειας στον οργανισμό, σταθεροποιώντας τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος και αποτρέποντας την εξάντληση του μυϊκού γλυκογόνου κατά την διάρκεια της εκγύμνασης.
– Περιέχει ηλεκτρολύτες (ανόργανα μέταλλα), όπως νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, χλώριο, φώσφορο και μαγνήσιο για την αναπλήρωση των ηλεκτρολυτών που χάνονται μέσω της εφίδρωσης.
– Η βιταμίνη C συμβάλλει στην ενεργοποίηση του μεταβολισμού και την φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού κατά την διάρκεια της έντονης εκγύμνασης. Επίσης συμβάλλει την μείωση της κόπωσης που συνοδεύει έντονα προγράμματα εκγύμνασης.
Τα ενεργειακά ποτά μπορούν να ληφθούν:
– πριν και κατά την διάρκεια του προγράμματος εκγύμνασης διασφαλίζοντας την παροχή ενέργειας στον οργανισμό ,αποτρέποντας την εξάντληση του μυϊκού γλυκογόνου και αναπληρώνοντας τους ηλεκτρολύτες.
– μετά το πέρας του προγράμματος εκγύμνασης για την αντιμετώπιση της κόπωσης (αποκατάσταση των επιπέδων του μυϊκού γλυκογόνου και των ηλεκτρολυτών).
από Ναταλία Τσουμάνη | Δεκ 8, 2021 | Συμπληρώματα διατροφής, Υγεία
Ποια είναι η δράση της;
H L- καρνιτίνη είναι μια χαμηλού μοριακού βάρους αζωτούχος ένωση, η οποία φαίνεται να διαθέτει και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, εξασθενώντας τις φλεγμονώδεις αλλαγές που μπορεί να προκληθούν στον οργανισμό μας από διάφορους παράγοντες όπως είναι η γήρανση, η ίνωση ήπατος ή καρκινική καχεξία. Η L-Καρνιτίνη, η ενεργός μορφή του συστατικού καρνιτίνη, αποτελεί σημαντικό συν- παράγοντα στη διαδικασία παραγωγής ενέργειας από το λίπος. Αποθηκεύεται κυρίως στους σκελετικούς μύες, στον εγκέφαλο και στη καρδιά, όπου χρειάζεται για παραγωγή ενέργειας από τα λιπαρά οξέα.
Η καρνιτίνη θεωρείται ένα δημοφιλές συμπλήρωμα διατροφής, το οποίο μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευεργετικό σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από χρόνια φλεγμονή.
Επίδραση στο λιπιδαιμικό προφίλ
Η καρνιτίνη είναι απαραίτητη για τον ενεργειακό μεταβολισμό, καθώς επιτρέπει στα ενεργά λιπαρά οξέα να εισέλθουν στα μιτοχόνδρια, όπου διασπώνται μέσω β-οξείδωσης.
Η σχέση μεταξύ της θεραπείας με L-καρνιτίνη και του μεταβολισμού των λιπιδίων έχει διερευνηθεί ευρέως στις ευεργετικές επιδράσεις της καρνιτίνης αναφέρεται μία πιθανή μείωση στα επίπεδα των τριγλυκεριδίων, των ελεύθερων λιπαρών οξέων και των επιπέδων της χοληστερόλης (ολικής και LDL) και μια αύξηση στα επίπεδα της HDL. Τα αποτελέσματα μελετών έχουν δείξει θετικά αποτελέσματα της συμπλήρωσης L- καρνιτίνης στον μεταβολισμό των λιπιδίων.
Διαχείριση Βάρους
Η L-καρνιτίνη, αμινοξύ με λιποδιαλυτική δράση, παίζει σημαντικό ρόλο στη χρησιμοποίηση των λιπών για παραγωγή ενέργειας. Πολλές γυναίκες λόγω πιθανής έλλειψης σιδήρου παράγουν μικρότερη ποσότητα τρυγικής L-καρνιτίνης σε σχέση με τους άνδρες. Επιπλέον οι γυναίκες έχουν υψηλότερο ποσοστό σωματικού λίπους και χαμηλότερο ποσοστό μυϊκής μάζας συγκριτικά με τους άνδρες, γεγονός που δυσχεραίνει την καύση λίπους. Διατροφικά συμπληρώματα με L-καρνιτίνη, μπορούν να συμβάλλουν στη καύση λίπους και επομένως στον έλεγχο βάρους. Μελέτη στην οποία συμμετείχαν υπέρβαρα άτομα, έδειξε ότι η συμπληρωματική πρόσληψη L-καρνιτίνης είχε αξιοσημείωτη αύξηση οξείδωσης λίπους, ενώ η πρωτεϊνική σύνθεση και διάσπαση παρέμειναν αμετάβλητες. Επιστημονικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι η καύση λίπους αυξάνεται με την παρουσία αυξημένων επιπέδων L-καρνιτίνης στο σώμα . Άλλη μελέτη έδειξε ότι η καρνιτίνη είναι περισσότερο αποτελεσματική στην απώλεια βάρους αν συνδυάζεται με διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες.
Καρνιτίνη και καρδιαγγειακή νόσος
Έχει ανακαλυφθεί ότι η καρνιτίνη έχει θετική επίδραση και στις καρδιακές παθήσεις. Συγκεκριμένα φαίνεται να οδηγεί σε μείωση της αρτηριακής πίεσης καθώς και σε μείωση λιπιδίων στο αίμα.
Η L-καρνιτίνη έχει ευνοϊκές επιδράσεις σε ασθενείς με σοβαρές καρδιαγγειακές διαταραχές, όπως στεφανιαία νόσο, χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια και περιφερική αγγειακή νόσο.
Σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή νόσο, η χορήγηση L-καρνιτίνης σε 12 μήνες οδήγησε σε εξασθένιση της διαστολής της αριστερής κοιλίας, μειώνοντας παράλληλα την εμφάνιση χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας και αιφνίδιου θανάτου. Έρευνα που διεξήχθη το 2015 έδειξε ότι η συμπλήρωση της L- καρνιτίνης σε δόση 1000 mg/ ημέρα για 12 εβδομάδες μειώνει την κατάσταση φλεγμονής σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο
Διαχείριση βάρους
Σύμφωνα με έρευνες η καρνιτίνη όταν λαμβάνεται ως συμπλήρωμα διατροφής από υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα φαίνεται να μειώνει μακροπρόθεσμα το σωματικό τους βάρος. Βέβαια διευκρινίζεται ότι η λειτουργία αυτή θα επιτευχθεί με ταυτόχρονη φυσική δραστηριότητα.
Πιο συγκεκριμένα, τα παχύσαρκα και τα υπέρβαρα άτομα που κάνουν τακτική σωματική δραστηριότητα απαιτούν επιπλέον L-καρνιτίνη για τη μεταφορά των λιπαρών οξέων, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας.
Δράση χρήσης – Συμπτώματα Ανεπάρκειας
Αν και ανεπάρκεια του οργανισμού σε καρνιτίνη είναι συνήθως σπάνια, ωστόσο μπορεί να εμφανισθεί σε καταστάσεις έντονης και παρατεταμένης σωματικής άσκησης, υπερθυρεοειδισμού καθώς και εξαιτίας χορτοφαγικής δίαιτας. H ανεπάρκεια L-καρνιτίνης μπορεί να οδηγήσει σε μυϊκή αδυναμία, προβλήματα με τον έλεγχο της γλυκόζης. Η ανεπάρκεια σε L-καρνιτίνη μπορεί να οδηγήσει σε μυϊκή αδυναμία, ανωμαλίες των λιπαρών οξέων, και σε προβλήματα με τον έλεγχο της γλυκόζης. Επιπλέον τυχόν ανεπαρκή επίπεδα λυσίνης και μεθειονίνης, των προδρόμων αμινοξέων απαραιτήτων για τη σύνθεσή της στο σώμα, καθώς και των επίσης απαραιτήτων θρεπτικών συμπαραγόντων -νιασίνης, πυριδοξίνης, βιταμίνης C και σιδήρου μπορεί να δημιουργήσουν ανεπάρκεια καρνιτίνης.
Μπορώ να πάρω καρνιτίνη;
Μελέτες σε ανθρώπους έχουν δείξει ότι η L-καρνιτίνη είναι εξαιρετικά ασφαλής και καλά ανεκτή, χωρίς σημαντικές παρενέργειες ούτε γνωστές ανεπιθύμητες αντιδράσεις.
Βιβλιογραφία
- Crayhon RMS, The carnitine miracle, M. Evans & Company 1998. Benvenga S1, Ruggeri RM, Russo A, Lapa D, Campenni A, Trimarchi F. Usefulness of L-carnitine, a naturally occurring peripheral antagonist of thyroid hormone action, in iatrogenic hyperthyroidism: a randomized, double-blind, placebo-controlled clinical trial. J Clin Endocrinol Metab. 2001 Aug; 86(8):3579-94.
- Sawicka AK, Hartmane D, Lipinska P, Wojtowicz E, Lysiak-Szydlowska W, Olek RA, l-Carnitine Supplementation in Older Women. A Pilot Study on Aging Skeletal Muscle Mass and Function, Nutrients. 2018 Feb 23;10 (2)
- Lee BJ, Lin JS, Lin YC, Lin PT, Antiinflammatory effects of L-carnitine supplementation (1000 mg/d) in coronary artery disease patients, Nutrition. 2015 Mar;31(3)
- Vaz FM, Wanders RJ, Carnitine biosynthesis in mammals, Biochem J. 2002 Feb 1;361 (Pt 3): 417-29
- Katalinic L, Krtalic B, Jelakovic B, Basic-Jukic N, The Unexpected Effects of L-Carnitine Supplementation on Lipid Metabolism in Hemodialysis Patients, Kidney Blood Press Res. 2018;43(4):1113-1120, Epub 2018 Jul 17.
- Zhong-Yu Wang, Ying-Yi Liu, Guo-Hui Liu, Hai-Bin Lu, Cui-Ying Mao, l-Carnitine and heart disease, Volume 194, 1 February 2018, Pages 88-97.
- Judith L Flanagan, Peter A Simmons, Joseph Vehige, Mark DP Willcox and Qian Garrett, Role of carnitine in disease, Nutrition & Metabolism 2010 7:30
- E. Jeukendrup & R. Randell, Fat burners: Νutrition supplements that increase fat metabolism, 22 September 2011
- Kalpana and Aruna, Effects of L-Carnitine (Neutraceutical) In Weight Management among Overweight and Obese Adults of Age between 20 – 45yrs – A Comparative Study in Chennai and Tirupathi, International Journal of Scientific and Research Publications, Volume 2, Issue 9, September 2012 1 (ISSN 2250-3153)
- Suhail Ahmad, L‐Carnitine in Dialysis Patients, Semin Dial.2001 May-Jun;14(3):209-17.21 December 2001
από Ναταλία Τσουμάνη | Δεκ 4, 2021 | Συμπληρώματα διατροφής, Υγεία
Ο συνδυασμός χολίνης και Prunus Mume βοηθά στην αντιμετώπιση του λιπώδους ήπατος.
Αποτελούν και τα δύο βασικά θρεπτικά συστατικά για τη διατήρηση της φυσιολογικής ηπατικής λειτουργίας και του οργανισμού συνολικά.
Η χολίνη είναι μια σύνθετη ουσία απαραίτητη για τη χοληδόχο κύστη και για τη φυσιολογική ηπατική λειτουργία, το σχηματισμό λεκιθίνης, την παραγωγή ορμονών, και τη ρύθμιση του κεντρικού νευρικού συστήματος ενώ ερευνάται η πιθανότητα να έχει ευεργετική δράση στη θεραπεία και την πρόληψη ασθενειών που επηρεάζουν τον εγκέφαλο και το κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως οι νόσοι Πάρκινσον και Αλτσχάιμερ. Δυστυχώς όμως ακόμα δεν είναι πολύ γνωστή στο ευρύ κοινό.
Ως συμπλήρωμα διατροφής διατίθεται σε δισκία και κάψουλες. Κυκλοφορεί επίσης και σε συνδυασμό με άλλα συστατικά το οποίο συνδυάζει την αποτελεσματικότητα του Prunus Mume (ουρσολικό και ολεανολικό οξύ) με τη χολίνη.
Η χολίνη διασφαλίζει την φυσιολογική ηπατική λειτουργία και συμβάλλει στην πρόληψη της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος παράγοντας την φωσφατιδυλοχολίνη, η οποία αποτελεί δομικό συστατικό των όλων των κυτταρικών μεμβρανών. Η φωσφατιδυλοχολίνη (ονομάζεται και λεκιθίνη) είναι το κυρίαρχο φωσφολιπίδιο στα θηλαστικά άρα και στον άνθρωπο σε ποσοστό άνω του 50%.
Ταυτόχρονα παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολικό σύνδρομο, επηρεάζοντας την παχυσαρκία και την ινσουλινοαντοχή.
Το μόριο της χολίνης ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα και αναγνωρίστηκε επίσημα από την επιστημονική κοινότητα ως βασικό θρεπτικό συστατικό μόλις πριν από 20 χρόνια. Η χολίνη δεν είναι ούτε βιταμίνη ούτε μέταλλο, ωστόσο συχνά κατατάσσεται στο σύμπλεγμα βιταμινών Β επειδή συνεργάζεται στενά με άλλες βιταμίνες του συμπλέγματος αυτού, ειδικά με το φολικό οξύ (βιταμίνη Β9) και την κοβαλαμίνη (βιταμίνη Β12), για την ομοιόσταση του λίπους έχοντας ως στόχο την καλή υγεία της καρδιάς, του ήπατος και του εγκεφάλου.
Σε περίπτωση ανεπάρκειας του οργανισμού σε χολίνη, παρατηρείται αύξηση του λιπώδους ιστού, υψηλότερος κίνδυνος ανάπτυξης χρόνιων ηπατικών βλαβών και ενδεχομένως ηπατικής ανεπάρκειας, αύξησης της πίεσης, έλκος στομάχου, δυσλειτουργίας των νεφρών ενώ στα έμβρυα έχει δυσμενή επίδραση στην ανάπτυξη του νευρικού ιστού.
Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι η χολίνη συμμετέχει και στο μεταβολισμό της ομοκυστεϊνης, επομένως είναι ευεργετική και για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Επιπρόσθετα, η χολίνη παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολικό σύνδρομο επηρεάζοντας την παχυσαρκία και την ινσουλινοαντοχή.
Το θρεπτικό αυτό συστατικό παράγεται σε μικρές ποσότητες από τον οργανισμό μας ωστόσο είναι απαραίτητη η καθημερινή λήψη μεγαλύτερης ποσότητας μέσω της διατροφής ή των συμπληρωμάτων διατροφής.
Η χολίνη βρίσκεται σε ένα πλήθος τροφών, με κυριότερη πηγή τον κρόκο του αυγού. Άλλες τροφές που περιέχουν την χολίνη είναι: οι γαρίδες, τα όστρακα, η σόγια, το μπρόκολο, το κουνουπίδι, τα σπαράγγια, το σπανάκι, το συκώτι, ο μπακαλιάρος, οι σαρδέλες, ο τόνος, το κοτόπουλο, η γαλοπούλα, τα μανιτάρια, οι ντομάτες, ο λιναρόσπορος, ο αρακάς κ.α.
Πρόσφατα σχόλια